- περίκομος
- -ον, Α1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίκομος — covered all over with leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκομον — περίκομος covered all over with leaves masc/fem acc sg περίκομος covered all over with leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek